πολλαπλασίων

πολλαπλασίων
πολλαπλασίων, ον, gen. ονος (Isocr. 15, 177; Archimed. II 134, 13 Heib.; Polyb. 35, 4, 4; Philodem., Π. σημ. 9, 32; Plut., Mor. 191c; 215b; Jos., Bell. 1, 514; Ael. Aristid. 27, 20 K.=16 p. 390 D. for earlier πολλαπλάσιος [Hdt., Pla. et al.; so also Philo, Somn. 1, 53; Jos., Bell. 5, 553]) far in excess of a quantity normally expected, many times as much, manifold λαμβάνειν neut. pl. πολλαπλασίονα (Jos., Bell. 1, 514; TestZeb 6:6) Mt 19:29 v.l.; Lk 18:30.—ESchwyzer, Museum Helveticum 2, ’45, 137–47; Renehan ’75, 167.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολλαπλασίων — πολλαπλάσιος many fem gen pl πολλαπλάσιος many masc/neut gen pl πολλαπλασίων masc/fem nom sg πολλαπλασιόω multiply imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πολλαπλασιόω multiply imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίων — ον, Α πολλαπλάσιος. επίρρ... πολλαπλασιόνως (Α) με πολλαπλάσιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολλαπλάσιος + επίθημα ίων, δηλωτικό του συγκριτικού βαθμού (πρβλ. εικοσαπλασ ίων, μυριοπλασ ίων)] …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλασίονα — πολλαπλασίων neut nom/voc/acc pl πολλαπλασίων masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιόνων — πολλαπλασίων gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιόνως — πολλαπλασίων adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίονας — πολλαπλασίων masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίονες — πολλαπλασίων masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίονι — πολλαπλασίων dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίονος — πολλαπλασίων gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίοσι — πολλαπλασίων dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσκινο του Ερατοσθένη — (Μαθημ.). Ο αλγόριθμος που επινόησε ο αλεξανδρινός μαθηματικός Ερατοσθένης (275 195 π.Χ.) για την εύρεση όλων των πρώτων αριθμών (αριθμοί που διαιρούνται ακριβώς μόνο από τον εαυτό τους και τη μονάδα) από το 1 έως το n (όπου n οποιοσδήποτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”